προστροπή

προστροπή
ἡ, Α [προστρέπω]
1. ικεσία ενός ανθρώπου που φέρει μίασμα, ιδίως φόνου, σε έναν θεό ή άνθρωπο για εξιλέωση, για εξαγνισμό
2. προσευχή, παράκληση ικέτη («προστροπὴν καὶ ἀρὰν ὑπὲρ τούτων ἐποιήσαντο», Αισχίν.)
3. ενοχή, μίασμα φονιά
4. φρ. α) «θεᾱς ἔχω προστροπήν» — είμαι ιέρεια μιας θεάς
β) «πόλεως προστροπὴν ἔχω» — κάνω αίτηση προς την πόλη
γ) «προστροπὴ γυναικῶν» — χορός ικέτιδων γυναικών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προστροπῇ — προστροπή turning fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστροπή — turning fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστροπαῖς — προστροπή turning fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστροπῆς — προστροπή turning fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστροπήν — προστροπή turning fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστρόπαιος — και δωρ. τ. ποτιτρόπαιος και ποιητ. τ. προστρόπιος, ον, Α [προστροπή] 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που στρέφεται προς το μέρος κάποιου β) μτφ. (για άνθρωπο μιασμένο από φόνο ή έγκλημα ή ασέβεια) αυτός που στρέφεται προς έναν θεό ή άνθρωπο… …   Dictionary of Greek

  • προστροπάν — προστροπά̱ν , προστροπή turning fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”