- προστροπή
- ἡ, Α [προστρέπω]1. ικεσία ενός ανθρώπου που φέρει μίασμα, ιδίως φόνου, σε έναν θεό ή άνθρωπο για εξιλέωση, για εξαγνισμό2. προσευχή, παράκληση ικέτη («προστροπὴν καὶ ἀρὰν ὑπὲρ τούτων ἐποιήσαντο», Αισχίν.)3. ενοχή, μίασμα φονιά4. φρ. α) «θεᾱς ἔχω προστροπήν» — είμαι ιέρεια μιας θεάςβ) «πόλεως προστροπὴν ἔχω» — κάνω αίτηση προς την πόληγ) «προστροπὴ γυναικῶν» — χορός ικέτιδων γυναικών.
Dictionary of Greek. 2013.